Ιστορίες οικιστικού τοπίου/ “οικείες” τοπικές ιστορίες: Ίος

2020-06-11

Γράφει η Δήμητρα Φραγκούλη [1] 

H αρχιτεκτονική της Ίου, ακολουθώντας την αιγαιοπελαγίτικη παράδοση, διαμόρφωσε ένα οικιστικό περιβάλλον με κύριο στοιχείο την επανάληψη ενός ελάχιστου κατασκευαστικού μεγέθους που υπάκουε στο νόμο της σύνθεσης λευκών κυβικών όγκων.

Η αμφιθεατρική ανάπτυξη του κύριου οικισμού διατήρησε τον αρχικό πυρήνα της πλαγιάς του λόφου, στην κορυφή του οποίου διακρίνονται μέχρι σήμερα τα απομεινάρια του ενετικού κάστρου και η εκκλησία της Παναγίας της Γκρεμιώτισσας.

Η αρχιτεκτονική ενότητα συμβάδιζε απόλυτα με το φυσικό περιβάλλον του νησιού, την ανάγκη προσαρμογής του οικήσιμου χώρου στη μορφολογία του εδάφους και την προστασία του από τους ισχυρούς ανέμους.

Άποψη της Χώρας τη δεκαετία του ’60, παραχώρηση στην κ. Φραγκούλη από το αρχείο της κ. Χ. Ζαμάνου το 1997
Άποψη της Χώρας τη δεκαετία του ’60, παραχώρηση στην κ. Φραγκούλη από το αρχείο της κ. Χ. Ζαμάνου το 1997

Τα κτίσματα, λιτά και ομοιόμορφα, χωρισμένα από στενά πλακόστρωτα σοκάκια και σκαλοπάτια ή ενωμένα το ένα με το άλλο με μεσοτοιχίες έδιναν την αίσθηση ότι οι κάτοικοί τους δεν συνοικούσαν απλώς μα συγκατοικούσαν. Για την κατασκευή του οικήσιμου χώρου, με τη συμμετοχή ντόπιων τεχνιτών και τη συνδρομή των ιδιοκτητών και του συγγενειακού ή φιλικού δικτύου, χρησιμοποιούνταν τοπικά υλικά, πέτρα, καλάμια, φύκια και χώμα, ενώ η χρήση σιδήρου περιοριζόταν στα εξωτερικά εξαρτήματα, της πόρτας και των παραθύρων.

Το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου “του μπασμένου” στο Λιμάνι, φωτογραφία: Δήμητρα Φραγκούλη
Το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου “του μπασμένου” στο Λιμάνι, φωτογραφία: Δήμητρα Φραγκούλη

Έως τη δεκαετία του 1960, διακρίνονταν δυο κατηγορίες σπιτιών, εκείνα του κυρίως οικισμού και οι αγροικίες της εξοχή ενώ τα τέσσερα-πέντε νεοκλασικά κτίσματα, συμπεριλαμβανομένου και του Αμοιραδάκειου, αποτελούσαν την εξαίρεση. Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας η περιοχή του Κάμπου και του Λιμανιού άρχισε να προσελκύει τους Νιώτες, αυξάνοντας την ανοικοδόμηση των περιοχών σε βασικές οικίες.

Η στενότητα του χώρου οδήγησε στο ιδιότυπο θεσμικό πλαίσιο της κατ' όροφο ιδιοκτησίας. Οι κατά κανόνα ξεχωριστές κατοικίες του ισογείου και πρώτου ορόφου διατελούσαν κάτω από το νομικό καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθεστώς που είχε επισημανθεί από πολύ παλιά και μνημονεύεται στο εθιμικό δίκαιο των Κυκλάδων από την εποχή της τουρκοκρατίας.

Στη Χώρα, τα κτίσματα διακρίνονταν στο κατώι, ισόγειο, και στο ανώι, επάνω όροφο, χώροι που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με την γκλαβανή, την πέτρινη ή και ξύλινη εσωτερική σκάλα.

Στυλωμένο σε μια γωνιά ή στο μέσο μιας από τις στενές πλευρές του δωματίου ήταν συνήθως το τζάκι, η χρήση του οποίου αφορούσε τη θέρμανση του χώρου και το μαγείρεμα του φαγητού, ενώ στα ελάχιστα σπίτια που αυτό δεν υπήρχε, το αντικαθιστούσε η φουβού, φουφού, η πήλινη ή το μαγκάλι. Στο μέσο της βάσης του τζακιού υπήρχε η παρωστιά6, η υποδοχή του τσουκαλιού, και πάνω ακριβώς από αυτή ξεκινούσε ο κάπασος, η καμινάδα που κατέληγε ψηλά στη ταράτσα.

Η άνοδος στον πρώτο όροφο γινόταν από την εξωτερική σκάλα, χτιστή σε όλο της το μήκος και διαμορφωμένη βάσει της θέσης της μέσα στον οικισμό και των ελαχίστων επιτρεπτών διαστάσεων λόγω των μικρών σε πλάτος δρόμων.

Η εξωτερική σκάλα, άμεσα συνδεδεμένη με το εύρος του ελεύθερου χώρου και τις ανάγκες φωτισμού των ισογείων, αναπτυσσόταν μέσα στο πυκνά δομημένο τμήμα του κυρίως οικισμού αποκτώντας μια εξέχουσα θέση στη μορφολογία του καθώς οδηγούσε στο μπουντί, τη βεράντα του πάνω ορόφου, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του νιώτικου σπιτιού.

Πίσω από τη βεράντα βρισκόταν η κύρια είσοδος του επάνω ορόφου, η εξώπορτα, πάνω από την οποία υπήρχε φεγγίτης ενώ εκατέρωθεν πλαισιωνόταν από δύο μικρά συμμετρικά προς αυτή παράθυρα που «έβλεπαν» στο δρόμο. Τα ανοίγματα της πρόσοψης των σπιτιών ήταν σχεδόν πάντα ομοιόμορφα και σπάνια κατασκευάζονταν αντικριστά προκειμένου να διαφυλαχθεί το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής των ιδιοκτητών τους.

              Φωτογραφία: Δήμητρα Φραγκούλη
Φωτογραφία: Δήμητρα Φραγκούλη

Μπαίνοντας στο εσωτερικό του πάνω ορόφου αντίκριζες συνήθως μια μακρόστενη σάλα και στο βάθος ένα, ή σπανιότερα δεύτερο υπνοδωμάτιο, και μια μικρή κουζίνα. Τα πίσω δωμάτια, ανήλιαγα και με μικρό μέγεθος στο σύνολό τους, αερίζονταν μέσω του φεγγίτη.

Η ταράτσα, το κύριο και κοινό στοιχείο όλων σχεδόν των σπιτιών, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και ανθρώπινο μόχθο κατά την κατασκευή της.

Μία ξύλινη πόρτα συνέδεε το εσωτερικό του ισόγειου σπιτιού με τη μικρή, λόγω του επικλινούς εδάφους και του ελάχιστου διαθέσιμου χώρου, αυλή. Συνήθως, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο ήταν χτισμένος ο απόπατος, η τουαλέτα του σπιτιού, μικρός και κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος, στη μέση του οποίου υπήρχε ένα υπερυψωμένο άνοιγμα και ακριβώς από κάτω βρισκόταν το κοτέτσι ή κελλί, το σημείο σώρευσης των αποβλήτων.

Ο εξοπλισμός και η ανάπτυξη του οικιακού χώρου περιοριζόταν στην κάλυψη βασικών αναγκών της οικογένειας. Εξαίρεση, που ωστόσο περισσότερο τόνιζε παρά μετέβαλλε τη συνολική εικόνα, αποτελούσαν οι περιπτώσεις σπιτιών που ανήκαν σε εύπορες οικογένειες όπου και παρουσιάζονταν κάποιες διαφοροποιήσεις που εξέφραζαν προσωπικές προτιμήσεις και επιλογές.

Το πυκνά δομημένο τμήμα του κυρίως οικισμού, της Χώρας, δεν αφήνει περιθώρια άνετης ανάπτυξης των απαιτούμενων για τις αγροτικές χρήσεις και λειτουργίες βοηθητικών χώρων, οι οποίοι και διαμορφώνονται εκτός του οικισμού ή ακριβώς δίπλα στις θερινές κατοικίες των αγροτών.

Μάρτυρες πλέον μιας άλλης εποχής οι ερειπωμένοι σήμερα αγροτικοί μικρό-συνοικισμοί, οι ετζεριές, που κτίσθηκαν και δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις αγροτικές δραστηριότητες των κατοίκων.

Φωτογραφία: Δήμητρα Φραγκούλη
Φωτογραφία: Δήμητρα Φραγκούλη

Οι κατοικίες της εξοχής, κατοικιές, αγροικιές ή "ετζεριές" κατά τους ντόπιους, χαρακτηρίζονται από μακρόχρονη παρουσία στο νησί, γεγονός που εξηγεί τη διάσπαρτη παρουσία τους στην ύπαιθρο της Ίου, δίνοντας την εικόνα μιας πλήρους συγκρότησης του αγροτικού σπιτιού.

Η διαμόρφωση του απλού και ισόγειου κτίσματος, αποτελούμενου από έναν ενιαίο χώρο που λειτουργούσε και ως τόπος αποθήκευσης της σοδειάς και των εργαλείων, και σπανιότερα από δύο δωμάτια, πραγματοποιείτο με την προσθήκη χώρων σε περιμετρική παράταξη και σε επαφή με αυτό. Ακριβώς δίπλα από κάθε κατοικία υπήρχε ο στάβλος και το κοτέτσι και στη σχεδόν πάντοτε μεγάλων διαστάσεων αυλή ήταν χτισμένος ο φούρνος.

Οι "ετζεριές", δημιουργώντας μικροσυνοικισμούς, σε τοποθεσίες όπως ο Επάνω Κάμπος, η Ψάθη, η Αγία Θεοδότη, ο Πλακωτός, ο Μυλοπότας, το Μαγγανάρι, το Γιοφύρι, οι Πλάκες, και το Κλίμα, επέκτειναν την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα κατά τους θερινούς μήνες στην ευρύτερη περιοχή του νησιού.

Η ανάπτυξή τους θεωρείται η απάντηση στο πρόβλημα της μετακίνησης από τον βασικό οικισμό της Χώρας προς τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις της κάθε οικογένειας, που τις περισσότερες φορές βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο μόνιμης κατοικίας της, και αντίστροφα. Χτισμένες -συχνά με εκμετάλλευση του φυσικού ανάγλυφου- σε λόφους, πλαγιές και κάμπους, όπου υπήρχε άνεση χώρου, σε μεγάλη απόσταση η μία από την άλλη και κοντά ή μέσα στα οικογενειακά κτήματα, αποτελούν μέχρι τη δεκαετία του 1960 τη δεύτερη κατοικία, στην οποία μεταφέρεται και παραμένει όλη σχεδόν η οικογένεια κατά τη θερινή περίοδο και ως το πέρας των αγροτικών ασχολιών.

Χώρα Ίου, φωτογραφία: Δήμητρα Φραγκούλη
Χώρα Ίου, φωτογραφία: Δήμητρα Φραγκούλη

Με το πέρασμα των χρόνων το οικιστικό τοπίο αλλάζει λειτουργώντας ως πλαίσιο αφομοίωσης και αναπαραγωγής της νέας τάξης πραγμάτων.

Ο μαζικός τουρισμός και η ένταση του τουριστικού φαινομένου που ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, επιδρώντας καθοριστικά στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του τόπου.

Η αφομοίωση και αναπαραγωγή της νέας κοινωνικο-οικονομικής τάξης πραγμάτων αντανακλάται και στο οικιστικό τοπίο: Στον παλιό οικισμό της Χώρας, τα σχεδόν κλειστά ως προς τη μορφή τους κτίσματα ανακατασκευάζονται, με προοπτική τη μεγιστοποίηση της ωφελιμότητάς τους, η διάθεση περιορισμένου χώρου ευνοεί τον «συνωστισμό» καταστημάτων διασκέδασης κατά τη θερινή περίοδο και τα ακανόνιστα σχήματα -λόγω των διπλανών ιδιοκτησιών και της αλληλοδιείσδυσης των όγκων-, δίνουν ελάχιστες δυνατότητες για αλλαγή του οικιστικού περιβάλλοντος.

Βιβλιογραφία:

Δελλα-Ρόκκα Ιω., «Το δίκαιο της Νάξου κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας», Επετηρίς Εταιρίας Κυκλαδικών μελετών, τόμος Ζ΄, σ.453, 1968.

Εφημερίδα Ίος

Ήμελλος, Στέφανος, Κέντρο Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας, Λαογραφική αποστολή εις την Ίον, 1968 (ανέκδοτο υλικό)

Θανοπούλου Μαρία - Τσάρτας Πάρις, «Μια πρόταση θεώρησης του ρόλου που διαδραματίζει ο τουρισμός στην κοινωνικοποίηση της Ελληνικής νεολαίας: η περίπτωση της Ίου και της Σερίφου», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 86: 114-128, Αθήνα 1995.

Μαρμαράς Μανώλης, «Η ανθρωπογεωγραφία των αλλοδαπών στις Κυκλάδες, μια πρώτη προσέγγιση», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 63: 139-141, Αθήνα 1997.

Οθωναίος, Θ. «Η νήσος Ίος», Αθήνα, 1938: 76, 78-80, 86, 109.

Δήμητρα Φραγκούλη

- «Νιώτικη κοινωνία. εικόνες του χθες και του σήμερα», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.

- «Ο οικιστικός χώρος της Ίου», «Στις μεταπολεμικές δεκαετίες της Ίου», Επτά Ημέρες της Καθημερινής, 3.8.2003. σσ.19-25, Αθήνα, 2003.

"Κυκλάδες: ιστορίες οικιστικού τοπίου και οικείες τοπικές ιστορίες. Το παράδειγμα της Ίου", Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, 2005, Αθήνα.


[1] Το άρθρο αποτελεί τμήμα της εργασίας της γραφούσης με θέμα "Κυκλάδες: ιστορίες οικιστικού τοπίου και οικείες τοπικές ιστορίες. Το παράδειγμα της Ίου" στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της άδειας (επιδημίας) στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Η Δήμητρα Κ. Φραγκούλη είναι Κοινωνική Ανθρωπολόγος και συγγραφέας τριών μονογραφιών στον τομέα της Ανθρωπολογίας. Είναι κάτοχος δυο μεταπτυχιακών τίτλων στο Management και στην Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων, έχει εργαστεί σε ερευνητικά προγράμματα ως επιστημονικό προσωπικό και έχει συμμετοχή ως εισηγήτρια σε συνέδρια και εκπαιδευτικά σεμινάρια. Εργάζεται ως Ανθρωπολόγος από το 2005 στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και είναι Προϊσταμένη στο Τμήμα Εκθέσεων, Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού.  

Πρόσφατες δημοσιεύσεις 

Τα νέα της εβδομάδας
 

Οι έρευνες στον τομέα των μουσείων δείχνουν ότι το κοινό γίνεται ολοένα και πιο απαιτητικό αναφορικά με την ποιότητα της εξυπηρέτησης, ανεξάρτητα από το είδος του μουσείου. Η ανταπόκριση στις ανάγκες των επισκεπτών είναι βασικό στοιχείο και πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν από όλους τους φορείς.

Before composer Ludwig van Beethoven died on March 27, 1827, it was his wish that his ailments be studied and shared so "as far as possible at least the world will be reconciled to me after my death."Now, researchers have taken steps to partially honor that request by analyzing Beethoven's DNA from preserved locks of his hair and sequencing...

Ένα σπάνιο και πολύχρωμο είδος αράχνης που μοιάζει με ταραντούλα εντοπίστηκε στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Το συγκεκριμένο είδος αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένου ερευνητικού προγράμματος από το 2017, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «Journal of Arachnology».