Εθνοτοπικές ομάδες και οργάνωση του χώρου στο Λαύριο (τέλη 19ου - τέλη 20ου αιώνα)

2020-05-23

Γράφει η Δήμητρα Φραγκούλη[1]

Μετά το 1860 - και στο πλαίσιο της συνολικής οργάνωσης της κοινωνίας του Λαυρίου[2] - παρατηρείται μια σημαντική συγκέντρωση εθνικών και εθνοτοπικών[3] ομάδων που μετέβησαν στην πόλη προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες της ανατέλλουσας βιομηχανίας.

Οι παραπάνω ομάδες διακρίνονταν ως προς την εγκατάστασή τους στο χώρο και αποτελούσαν κατά κανόνα συγκεκριμένα κοινωνικά, οικονομικά και επαγγελματικά στρώματα.

Ήταν κυρίως εργάτες και μεταλλωρύχοι που σταδιακά οργανώνονται, διαμορφώνουν αντιλήψεις, συνδιαλέγονται και εμπλέκονται στην κοινωνική και πολιτιστική ζωής αφήνοντας το αποτύπωμά τους τόσο στον ευρύτερο χώρο της Λαυρεωτικής όσο και πολύ πιο μακριά από αυτόν.

Οι μεταλλωρύχοι κατάγονταν ιδίως από την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Επρόκειτο για εργάτες που η εξειδίκευσή τους μπορεί να είχε σχέση με τις απασχολήσεις τους στον τόπο προέλευσής τους όπου υπήρχε μεγάλη μεταλλευτική δραστηριότητα ενώ οι νεοφερμένοι έβρισκαν εργασία μέσω των συμπατριωτών τους (δίκτυο γνωριμιών).

Η σημαντικότερη μετανάστευση από το εξωτερικό αφορούσε μεταλλωρύχους - εξειδικευμένους εργάτες από την Ιταλία (μηχανικούς και εργοδηγούς) και την Ισπανία (καμινευτές) που έφεραν οι εργοδότες από την αρχή αλλά και αργότερα με τις απεργίες[4].

Από χάρτες και σχέδια του τέλους του 19ου αιώνα της περιοχής του Λαυρίου διαπιστώνουμε ότι η πόλη είχε πάρει ήδη τη μορφή της: υπήρχαν κεντρικές λεωφόροι και κύριοι δρόμοι, όπως η Συγγρού, η Αγία Παρασκευή, η Φωκίωνος Νέγρη, η κεντρική πλατεία (λεωφόρος Σερπιέρι, σημ. Ηρώων Πολυτεχνείου), με τα πλησίον τους κτίσματα. Επίσης είχαν κτισθεί οι τρεις ναοί, οι οποίοι αποτελούσαν και τις μεγάλες ενορίες/συνοικίες της πόλης, δηλαδή ο Άγιος Ανδρέας (ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Ανδρέα Κορδέλλα) [5], η Αγία Παρασκευή (πιθανόν στη θέση αρχαιότερης εκκλησίας, γιατί υπήρχε εκεί νεκροταφείο και πηγάδι), και η Αγία Βαρβάρα στο σημερινό Κυπριανό για τους καθολικούς. Στις αρχές του 20ου αιώνα (1905-1906) κτίσθηκε και ο ορθόδοξος ναός της Ευαγγελίστριας στον Κυπριανό ενώ σε κάθε μικρό οικισμό/χωριό με σημαντική παρουσία ρωμαιοκαθολικών, υπήρχαν, εκτός των ορθοδόξων, και καθολικοί ναοί (στην Καμάριζα ο ναός της «Καρδιάς του Ιησού», στην Πλάκα ο ναός της «Παναγίας της Καρμήλου»).

Οι Ισπανοί εκαμινευτές που μεταφέρθηκαν από την Καρθαγένη της Καταλανίας δημιούργησαν τα Σπανιόλικα, τον πρώτο οικισμό με πέτρινα κτίρια που χρονολογούνται από το 1865-1870. Πιο ψηλά δημιουργήθηκε η συνοικία Άγιος Ανδρέας, η οποία υποδιαιρέθηκε σε τρεις μικρότερες: τη Νεάπολη ή Καστανέα (ονομάζεται και Βατικιώτικα) τα Μανιάτικα, που ξεκίνησαν να αναπτύσσονται ιδίως μετά την ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλουργείων Λαυρίου και απασχολούσε σχεδόν αποκλειστικά Λάκωνες (Μανιάτες και Βατικιώτες), και τον Συνοικισμό στον οποίο εγκαθίστανται οι πρόσφυγες μετά το 1922 [6].

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες[7], που αναλογούσαν στο 51,52% του πληθυσμού που έχει η Λαυρεωτική το 1920, ήταν μια σημαντική εθνοτοπική ομάδα του Λαυρίου που εγκαταστάθηκε σταδιακά μετά την καταστροφή της Σμύρνης και εργάστηκε κυρίως στη Γαλλική Εταιρεία και την Ελληνική Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου. Ιδίως από την Κωνσταντινούπολη προέρχονταν οι Πόντιοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη του Λαυρίου το 1922 [8].

Οι χώροι κατοίκησης των υπαλλήλων και των εργατών κάθε βιομηχανίας υποδιαιρέθηκαν σε υποπεριοχές, οι οποίες είχαν τη δική τους λογική ∙ εργάτες σε ένα χώρο, υπάλληλοι και διευθυντικά στελέχη σε άλλον. Για παράδειγμα, στον σημερινό Κυπριανό τα διευθυντικά στελέχη ήταν εγκαταστημένα στα Περιβολάκια (σημερινό Φοινικόδασος) προς τον κεντρικό δρόμο Αθηνών-Λαυρίου, οι εργάτες και οι κατώτεροι υπάλληλοι προς το εσωτερικό της περιοχής ενώ διακρίσεις υπήρχαν και ως προς τη μορφή και το μέγεθος των κατοικιών ανωτέρων υπαλλήλων και εργατών.

Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στην παλαιότερη Γαλλο-Ιταλική Εταιρεία: εδώ είχαμε τις εργατικές κατοικίες, των τεχνιτών - τα Σπανιόλικα - προς το εσωτερικό της πόλης και τις κατοικίες των διευθυντικών στελεχών και των εργοδοτών προς τη θάλασσα.

Και στις δύο περιπτώσεις, ο τόπος κατοικίας των εργαζομένων στη βιομηχανία έπρεπε να βρίσκεται κοντά στην τελευταία, ώστε να υπάρχει συνοχή αλλά και εξοικονόμηση χρόνου κατά τη μετάβαση και την αποχώρηση από τον τόπο εργασίας.

Ένας άλλος σημαντικός οικισμός είναι ο σημερινός Κυπριανός, ο οποίος ιδρύθηκε αμέσως με την λειτουργία της δεύτερης Γαλλικής Εταιρείας, δηλαδή μεταξύ των ετών 1876-1880 (πρβ. Agriantoni 1994:147, Βρυχέα 1996). Πιο ανατολικά, σε ένα ύψωμα εκτεινόταν η συνοικία Σαντορινέικα (Θηραϊκά, επί το αρχαϊκότερο που όμως δεν επικράτησε), η οποία έλαβε την ονομασία της από εποίκους καταγόμενους από τη νήσο των Κυκλάδων Σαντορίνη (αρχ. Θήρα). Τα Σαντορινέικα, είχαν αρχικά κτισθεί από υλικά (όπως τσίγκο και τούβλα) προερχόμενα από τα έργα της Γαλλικής Εταιρίας (Σένη-Μαρκούλη 1996:131).

Σε ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της Νεάπολης (Αγίου Ανδρέα) και του σημερινού Κυπριανού (Σαντορινέικων) ιδρύθηκε από το κράτος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1953) άλλος ένας οικισμός για τους Έλληνες, τα λεγόμενα «Ρουμάνικα», ένας αριθμός από σειρά μικρών διαμερισμάτων με μικρές αυλές.

Σημαντικό μέρος του πληθυσμού αποτελούσαν οι εγκαταστημένοι στην κωμόπολη Αρβανίτες της ενδοχώρας ενώ αργότερα έγιναν εγκαταστάσεις και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, π.χ. Θεσσαλία, Θράκη.

Οι εγκαταστημένοι στο Λαύριο είχαν ανάγκη από την υποστήριξη των συμπατριωτών τους δεδομένου μάλιστα ότι πολλοί στο Λαύριο ήταν συγγενείς[9], φαίνεται να διατηρήσαν πολλά στοιχεία από μια αγροτική κοινωνία, η οποία ως προς ορισμένες πλευρές της λειτουργούσε σαν κλειστή κοινότητα.

Πρόκειται για μια πολύ ισχυρή συνοχή των εθνοτοπικών ομάδων που διατηρήθηκε ουσιαστικά ως τα νεότερα χρόνια (γύρω στο 1960), γεγονός που αποτυπώνεται και στην ενδογαμία που παρατηρείται μέσα σε αυτές τις ομάδες ως την περίοδο εκείνη (Δασκαλάκης 1980).

Ο τρόπος συγκρότησης, οργάνωσης και εγκατάστασης στη Λαύριο αποτυπώνει ιεραρχικές δομές, προβάλει τη μεγάλη σημασία του τόπου καταγωγής για τη συνάφεια και επικοινωνία των ανθρώπων στη διαμόρφωση ξεχωριστής αντίληψης του «ανήκειν και καταγράφει διαχρονικά τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές και ιστορικές εξελίξεις που συντελούνται στην πολυπολιτισμική κοινωνία του Λαυρίου.

Η κοινωνική ιστορία της πόλης όπως έχει καταγραφεί στο χώρο παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη ως το 1990, όταν με την αποβιομηχάνιση έγιναν μεγάλες κοινωνικοοικονομικές ανατροπές και μεταβολές στο δημογραφικό και οικιστικό τοπίο της ευρύτερης περιοχής[10].

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

Αλεξάκης Ε., .

- 1996α, Τα Παιδιά της Σιωπής, Οικογένεια, Συγγένεια και Γάμος στους Αρβανίτες της ΝΑ. Αττικής-Λαυρεωτικής (1850-1940), Παρουσία, Αθήνα.

- 1998, «Εργάτες-αγρότες και προίκα στη Λαυρεωτική (1870-1940)», στο Πρακτικά Ζ΄ Επιστημονικής Συνάντησης ΝΑ. Αττικής (Κορωπί 19-22 Οκτ. 1995), Κορωπί.

- 2001α, Εγκαταστάσεις Λακώνων στη Λαυρεωτική (1870-1970), Πρακτικά Η΄ Επιστημονικής Συνάντησης Ν.Α. Αττικής (Κερατέα 30 Οκτ.-2 Νοεμβ. 1997), Κερατέα: 351-389 (και στο περιοδικό Αρέσκουσα [Βάτικα], τόμ.2.

- 2004, «Κοινωνική διαστρωμάτωση και οργάνωση του χώρου στο Λαύριο (1870-2000)» στο Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης Ν.Α. Αττικής, Καλύβια Θορικού Αττικής.

- 2006, «Αποβιομηχάνιση και κοινωνική κινητικότητα στο Λαύρειο. Η αλλαγή της φυσιογνωμίας μιας πόλης» στο Πρακτικά ΙΑ΄ Επιστημονικής Συνάντησης Ν.Α. Αττικής, Σπάτα 11-14 Νοεμβρίου 2004.

Βρυχέα Α., 1996, «Κυπριανός: Ένας βιομηχανικός εργατικός οικισμός του 19ου αιώνα. Ο χώρος κατοίκησης των εργαζομένων στη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου», Ειδικό αφιέρωμα: Τεχνολογικό-πολιτιστικό πάρκο στο Λαύριο, στο Σύγχρονα Θέματα 58-59.

Γκίνη-Τσοφοπούλου Ε., 1985, «Ανασκαφικές εργασίες, Λαύριο, οδός Ηρακλέους 7 (Ο.Τ.131)», στο Αρχαιολογικόν Δελτίον 40.

Γ.Σ.Υ.Ε., 1933, «Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαίου 1928, Ι. Πραγματικός και Νόμιμος Πληθυσμός-Πρόσφυγες», Αθήναι.

Δασκαλάκης Β., 1930, Οι ξεριζωμένοι. Διήγηση ενού χωριάτη, Αθήνα.

(νέα έκδοση) 1980, Οι ξεριζωμένοι. Διήγηση ενού χωριάτη, Καστανιώτης, Αθήνα.

Δερμάτης Γ.Ν., 1990, «Η οικονομική λειτουργία της πόλης του Λαυρίου. Οι συνέπειες στην οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας», στο Βιβλιοθήκη της Εταιρίας Μελετών Λαυρεωτικής, αρ. 4. Λαύριο.

- 1992, «Η καθημερινή ζωή των εργατών στο Λαύριο από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις αρχές του 20ου», στο Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 3.

- 1994, Τοπίο και μνημεία της Λαυρεωτικής, Θορικός-Λαύριο-Σούνιο, Δήμος Λαυρεωτικής.

Ζαρκιά Κ., 1992, «Η συμβολή της Ανθρωπολογίας του Χώρου», στο Εθνολογία 1.

Κακαβογιάννης Ε., 1985, «Επιλογή τοπωνυμίων της Λαυρεωτικής», στο Πρακτικά Α΄ Επιστημονικής Συνάντησης ΝΑ. Αττικής (Καλύβια 19-21 Οκτ. 1984), Καλύβια.

- 1988, Το τοπωνύμιο Κυπριανός του Λαυρίου, Ονόματα 12.

Κακούρη Α., 2003, Ο χαρταετός, Κολλάρου-Εστίας, Αθήνα.

Καλόμαλος Αθ., 1987, «Πολυασθένεια και μαρξιστική θεωρία των τάξεων», στο Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 64.

Κανατούρης Α., 2001, «Ο καθεδρικός ιερός ναός Αγίας Παρασκευής Λαυρίου», στο Πρακτικά Η΄ Επιστημονικής Συνάντησης Νοτιοανατολικής Αττικής (Κερατέα Αττικής, 30 Οκτ. - 2 Νοεμβ. 1997), «Χρυσή Τομή», Κερατέα Αττικής.

Κορδέλλας Α., 1993, Το Λαύριον (μετφρ. και επιμ. Α. Γ. Κανατούρη), Βιβλιοθήκη της Εταιρείας Μελετών Λαυρεωτικής, αρ. 6. Λαύριον (πρώτη γαλλική έκδοση 1870).

Κουκλάκη Δ., 2000, «Το Λαύριο σε ρυθμούς ανάπτυξης δέκα χρόνια μετά», εφημερ. ΤΑ ΝΕΑ, 19-22 Αυγούστου.

Λεοντίδου Λ., 1986, «Αναζητώντας τη χαμένη εργασία. Η κοινωνιολογία των πόλεων στη μεταπολεμική Ελλάδα», στο Επιθεώρηση Κοινωνικών ερευνών, τεύχ. 60.

Μάνθος Γ.Κ., 1990, Μεταλλευτικό-Μεταλλουργικό Λαύριο, Δήμος Λαυρεωτικής (Λεύκωμα).

- 1992, «Μεταλλευτικό-Μεταλλουργικό Λαύριο», στο Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 3.

Μπαμπούνης Χ., 1984, «Η θνησιμότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας στο Λαύριο 1925-1940», στο Δ΄ Συμπόσιο «Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας (Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου 1984)», Επιτροπή Ιστορίας Υφυπουργείου Νέας Γενιάς και Αθλητισμού, οργανωτής: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού.

- 1986, «Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Λαυρεωτική», στο Πρακτικά Β΄ Επιστημονικής Συνάντησης ΝΑ. Αττικής (Καλύβια Αττικής 25-28 Οκτ. 1985), Καλύβια.

Nield K., 1997, Τι απέμεινε από το κοινωνικό; Η ιστορία της τάξης και η μεταδομιστική πρόκληση, Ίστωρ 10.

Νικολαϊδου Σ., 1993, Η κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου, Παπαζήσης, Αθήνα.

Νιτσιάκος Β., 2003, Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο, Οδυσσέας, Αθήνα.

Καθημερινή της Κυριακής, 1996, Οι εργατικοί αγώνες: τρεις σημαντικές απεργίες-σταθμοί στην Ιστορία του Λαυρίου, Αφιέρωμα στο Λαύριο, 7 Ιανουαρίου 1996.

Παπαστεφανάκη Λ., 2005 «Εξορυκτικές επιχειρήσεις και εργασία. Η περίπτωση του Αιγαίου (1860-1960)» στο Ιστορικά μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος - 20ος αιώνας, Επιστημονικό συνέδριο Μήλος 3-5 Οκτωβρίου 2003, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2005.

Πόγκας Κ., 1993, «Έρευνα για τη διάρκεια ζωής των κατοίκων του Δήμου Λαυρεωτικής από το 1896 μέχρι το 1987», στο Πρακτικά Δ΄ Επιστημονικής Συνάντησης ΝΑ. Αττικής (Καλύβια, 30 Νοεμβρ. - 3 Δεκ. 1989), Καλύβια.

Πρέπη Ά., Παρασκευοπούλου Α., 1992, «Η κατοικία στο Λαύριο σαν μέσο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης», στο Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 3.

Καλόγρη Τ., 1994, «Η συμβολή της Εταιρίας των Μεταλλουργείων του Λαυρίου στη δημιουργία και την ανάπτυξη της πόλης του Λαυρίου», στο Πρακτικά Ε΄ Επιστημονικής Συνάντησης ΝΑ. Αττικής (Παιανία 5-8 Δεκ. 1991), Παιανία 1994.

Κουμανταρέα, Μ., Τα καημένα, 6η έκδοση, Κέδρος, Αθήνα 1982.

Σαλίμπα Ζ., 2005 «Τα θέλγητρα των μεταλλευτικών εταιρειών και η κουλτούρα των μικρονοικοκυραίων μετόχων (1873-1893)» στο Ιστορικά μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος - 20ος αιώνας, Επιστημονικό συνέδριο Μήλος 3-5 Οκτωβρίου 2003, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα.

Σένη Ο., Μαρκουλή Α., (επιμ.), 1996, «Προφορικές μαρτυρίες», στο Σύγχρονα Θέματα (αφιέρωμα Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο στο Λαύριο), 58-50.

Σταματίου Γ.Π., «Οι ξεριζωμένοι» του Βασίλη Δασκαλάκη - «Τα καημένα» του Μέντη Κουμανταρέα: Δύο παράπλευρες μαρτυρίες για τη ζωή των κατοίκων του Λαυρίου (Διαπιστώσεις και συμπεράσματα), στο Πρακτικά Γ΄ Επιστημονικής Συνάντησης ΝΑ. Αττικής (Καλύβια 5-8 Νοεμβρ. 1987), Καλύβια 1988.

Στεφανόπουλος Φ.Ν., 1976, Το νεοκλασικό Λαύριο, Έκτακτη Έκδοση Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Τεχνικά Χρονικά, έτος 45ο.

Τσουκαλάς Κ., Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, Θεμέλιο, Αθήνα.

Υπουργείο Πολιτισμού, Φεβρουάριος 1999, Βιομηχανικά μνημεία της Ελλάδας, Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού, Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων, Αθήνα.

Φραγκούλη Δ., 2007, Επιτόπια Έρευνα και Βιβλιογραφική Επισκόπηση για την Πολυπολιτισμική Βιομηχανική Κοινωνία του Λαυρίου, Αποτελέσματα Εκπαιδευτικής Άδειας (Επιδημία), Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα.

Ψαλτήρας Κ., 1982, Η μεγάλη απεργία, Λαυρεωτικά, Κάκτος, Αθήνα.

Ψυχογιός Δ.Κ., 1987, Προίκες, φόροι, σταφίδα και ψωμί. Οικονομία και οικογένεια στην αγροτική Ελλάδα του 19ου αιώνα, ΕΚΚΕ, Αθήνα.

Ξενόγλωσση

Agriantoni C., 1994, Spaniolika et Kyprianos: deux petite cites ouvrieres a Lavrion, Cologue International au Familistere de Guise 16-17 Octobre 1993, L' Arceologie Industrielle en France 24-25.

Petraki-Viance G., 1992, La mise a l' usine de paysans: le cas de thessaliens dans le textile de Lavrio (1960-1980), these pour le diplome de doctorat, Universite Paris Vii, Paris, vol I-III (και σε ελληνική μετάφραση Γ. Πετράκη, «Από το χωράφι στο εργοστάσιο. Η διαμόρφωση του βιομηχανικού προλεταριάτου στο σύγχρονο Λαύριο» μτφ. Δ. Τσιφλικά, Γ. Πετράκη, Τυπωθείτω-Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2002).

Υποσημειώσεις

[1] Το άρθρο αποτελεί τμήμα ερευνητικής εργασίας της γραφούσης στο πλαίσιο εκπαιδευτικής άδειας (επιδημία) στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

[2] Στα τέλη του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1869 η πόλη είχε 3.000 κατοίκους από τους οποίους οι 1.500 ήταν εργάτες, ενώ το 1890 ο πληθυσμός έφθανε τους 10.000 κατοίκους (Κορδέλλας 1993:55, πρβ. και Αλεξάκης 1998).

[3] Από τα Βίλια, την Κάρυστο, το Λιδορίκι και άλλες περιοχές της χώρας παρατηρήθηκαν κύματα εσωτερικής μετανάστευσης προς το Λαύριο.

[4] Οι Ισπανοί ειδικευμένοι εργάτες (τεχνίτες) είχαν αποκτήσει την εμπειρία τους εργαζόμενοι στα μεταλλεία της χώρας τους. Περίφημοι, αν και ξεπερασμένης τεχνολογίας, ήταν οι καταλανικοί φούρνοι τήξης του μολύβδου που κατασκευάστηκαν και στο Λαύριο (Agriantoni 1994: 151, υποσ.2).

[5]Η πρώτη εμφάνιση του Αγίου Ανδρέα σε τοπογραφικό του Λαυρίου είναι η καταγραφή του στο σχέδιο της περιοχής του λιμανιού που παραθέτει ο Κορδέλλας στο βιβλίο του Laurium, το 1870. (Στεφανόπουλος 1976:27, υποσ.49).

[6]Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 οι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 1.364 άτομα (638 άνδρες και 726 γυναίκες) ή το 17,2% του πληθυσμού της πόλης Γ.Σ.Υ.Ε., Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928, Ι. Πραγματικός και Νόμιμος Πληθυσμός-Πρόσφυγες, Αθήναι 1933, σ.32.

[7]Σύμφωνα με τον Μπαμπούνη (1986:295-296) οι πρώτοι Μικρασιάτες έρχονται στο Λαύριο, ελάχιστοι και όχι ομαδικά στην αρχή, αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Το 1922 συρρέουν Πόντιοι, Αφησσιανοί, Κουταλιανοί, εκδιωγμένοι από την Ανατολική Θράκη, Σμύρνη και τα περίχωρα, την Ιωνική και Αιολική γη. Το 1924 έρχονται κυρίως Αρετσιανοί και Κωνσταντινουπολίτες.

[8]Πολλοί πρόσφυγες ήταν άρρωστοι ενώ η έλλειψη υγειονομικής προστασίας, το στοίβαγμα τους σε χώρους ακάθαρτους και πλοία ακατάλληλα προκάλεσαν έξαρση των μεταδοτικών ασθενειών. Ο εξανθηματικός τύφος και η βλογιά τους αποδεκάτισαν και έτσι απομονώθηκαν σε καραντίνα στη Μακρόνησο.

[9]Τα σόγια στο Λαύριο μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα - σε ορισμένες περιπτώσεις - είναι εκτεταμένα με πολυμελείς οικογένειες (Αλεξάκης, 2004).

[10]Η κρίση στο Λαύριο αρχίζει μετά το 1970. Τη δεκαετία του '80 έκλεισε η υφαντουργία του Καρέλλα (ίδρυση 1956) που απασχολούσε το μεγαλύτερο αριθμό εργατών και εργατριών. Ακολούθησαν τα κλωστήρια του Δέδε (ίδρυση 1939), η «ΒΕΛΠΕΞ» (ίδρυση 1960), οι «ΔΥΝΑΜΙΤΕΣ» (ελληνογαλλικό εργοστάσιο παραγωγής εκρηκτικών υλών-ίδρυση 1940),η «ΙΖΟΛΑ» κ.α. Η Γαλλική Εταιρεία έκλεισε το 1976 λόγω εξάντλησης των μεταλλείων. Για μερικά χρόνια ως το 1981 οι εργασίες της συνεχίστηκαν με εισαγωγή πρώτης ύλης από το εξωτερικό. Από το 1982 η Εταιρεία κοινωνικοποιείται (ΕΜΜΕΛ) και συνεχίζει με εισαγωγή πρώτης ύλης. Η «ΕΜΜΕΛ» έκλεισε οριστικά το 1989. Μια άλλη εξέλιξη ήταν ότι πολλοί που δεν είχαν ιδιόκτητες οικίες στο Λαύριο έφυγαν, ενώ όσοι παρέμειναν άρχισαν να εργάζονται σε βιοτεχνίες ή βιομηχανίες των Μεσογείων. Αριθμός όμως των κατοίκων απασχολείτο και στις οικοδομές της ευρύτερης περιοχής που παρουσίασαν ιδιαίτερη άνθιση κοντά στην πρωτεύουσα.



Η Δήμητρα Κ. Φραγκούλη είναι Κοινωνική Ανθρωπολόγος και συγγραφέας τριών μονογραφιών στον τομέα της Ανθρωπολογίας. Είναι κάτοχος δυο μεταπτυχιακών τίτλων στο Management και στην Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων, έχει εργαστεί σε ερευνητικά προγράμματα ως επιστημονικό προσωπικό και έχει συμμετοχή ως εισηγήτρια σε συνέδρια και εκπαιδευτικά σεμινάρια. Εργάζεται ως Ανθρωπολόγος από το 2005 στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και είναι Προϊσταμένη στο Τμήμα Εκθέσεων, Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού. 


Πρόσφατες δημοσιεύσεις 

Τα νέα της εβδομάδας
 

Η Οργανωτική Επιτροπή της Δ΄ [ΙΑ΄] Συνάντησης Ελλήνων Βυζαντινολόγων, η οποία απαρτίζεται από τα µέλη της Ειδίκευσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών των Τμημάτων Ἑλληνικής Φιλολογίας και Ἱστορίας και Εθνολογίας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκριτείου Πανεπιστηµίου Θράκης, σας προσκαλεί να συμμετάσχετε στη Συνάντηση τῶν...

O Ευριπίδης Λασκαρίδης σπούδασε στην Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και θέατρο στο Βrooklyn College της Νέας Υόρκης, έπαιξε σε παραστάσεις και σε τηλεοπτικές σειρές αλλά κάτι άλλο αναζητούσε. Το 2012 αποφάσισε να δημιουργήσει μία δική του παράσταση, για την οποία δεν θα είχε να δώσει λόγο σε κανέναν, αν αποτύχαινε. Του πήρε δύο χρόνια να...