Σε πρόσφατο άρθρο της Catherine
Hickley στο The Art Newspaper, με τίτλο "Should
museums display human remains from other cultures? Vienna's Weltmuseum criticised for displaying a trophy head", γίνεται λόγος για το ζήτημα της ορθής ή μη πρακτικής
της έκθεσης ανθρώπινων καταλοίπων σε μουσειακούς χώρους, ενώ δίνεται ιδιαίτερη
έμφαση στην απόκτησή του. Ήδη από τον 16ο και τον 17ο αι.
παρατηρούνται συλλογές ανθρώπινων καταλοίπων στα «δωμάτια αξιοπερίεργων
αντικειμένων». Οι εν λόγω συλλογές αποτελούσαν ένα είδος μικρόκοσμου του
σύμπαντος, αλλά ουσιαστικά η ιστορία τους συνδέεται άμεσα με την πρόοδο της ιατρικής
και της διδασκαλίας της (Τζώρτζη, 2010, 70).
Σταθμός
στην ιστορική διαδρομή της έκθεσης των ανθρώπινων υπολειμμάτων ήταν η ίδρυση
δύο μουσείων ανατομίας τον 18ο αιώνα στο Λονδίνο από τα αδέρφια, William και John Hunter. Τα
συγκεκριμένα μουσεία θα αποτελέσουν υπόβαθρο της δημιουργίας δύο σύγχρονων
μουσείων, του Hunterian Museum του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης και του ομώνυμου μουσείου
στο Λονδίνο (Τζώρτζη, 2010, 70-71).
Κατά
το 19ο αιώνα, το ενδιαφέρον διευρύνεται με τον εμπλουτισμό αυτών των
συλλογών με αιγυπτιακές αρχαιότητες και σκελετικά κατάλοιπα μη ευρωπαϊκών
φυλών, τα οποία από αντικείμενα περιέργειας μετατράπηκαν σε επιστημονικά desiderata. Μουσεία και πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής
συγκροτούν πλέον συλλογές ανθρώπινων καταλοίπων διαφορετικών «φυλών» του κόσμου,
τα οποία με το πρόσχημα της «αυθεντίας» αρχίζουν να κατασκευάζουν φυλές
ιθαγενών ως «διαφορετικές» και «κατώτερες» των λευκών (Τζώρτζη, 2010, 71). Πρόκειται για τις συλλογές που σήμερα
αμφισβητούνται ως προς τη νομιμότητα κατοχής τους και αιτήματα επαναπατρισμού
εγείρονται συνεχώς.
Τέτοιο
παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του νεοϊδρυθέντος Weltmuseum στη
Βιέννη που έχει δεχθεί τα πυρά του κόσμου εξαιτίας της έκθεσης ενός κεφαλιού
από τη Βραζιλία, το οποίο υπήρξε τρόπαιο πολέμου των Munduruku. Αρκετοί ειδικοί του χώρου έχουν ασκήσει κριτική
για την παρουσίαση του συγκεκριμένου κεφαλιού, καθώς κανείς δεν γνωρίζει πώς
βρέθηκε στην Ευρώπη, σε ποιον ανήκε, κλπ. Η απάντηση του Μουσείου ήταν απλή: «Ακολουθήσαμε
τους κανονισμούς του ICOM». Η
επιμελήτρια του φορέα, Claudia Augustat, δήλωσε πως «Αυτά τα κεφάλια-τρόπαια είναι
αντικείμενα για δημόσια παρουσίαση. Από την πλευρά των Munduruku, δεν υπάρχει αντίρρηση για την έκθεσή τους στο
Μουσείο. Η προέλευση του κεφαλιού δεν είναι γνωστή» (Hickley, 2018 ).
Λαμβάνοντας
υπόψη τη μελέτη περίπτωσης της προηγούμενης παραγράφου καθώς και τα όσα αναφέρθηκαν
στη σύντομη ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε, παρατηρείται το γεγονός ότι η
πλειοψηφία των ανθρώπινων υπολειμμάτων που εκτίθενται, βρίσκονται σε ευρωπαϊκά
ή αμερικανικά μουσεία, αντανακλώντας το αποικιοκρατικό παρελθόν στο οποίο
συλλέχθηκαν.
Όσον
αφορά τον τρόπο έκθεσής τους, νέοι κανόνες ορίζονται από τους κώδικες επαγγελματικής
δεοντολογίας. Το 2004, το ICOM απηύθυνε
έκκληση προς τα μουσεία περί σεβασμού και ευαισθησίας στην παρουσίαση των
ανθρώπινων υπολειμμάτων (Hickley, 2018). Ειδικότερα,
ένα μουσείο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του κατά το σχεδιασμό και την
υλοποίηση μιας έκθεσης, στην οποία περιλαμβάνονται ανθρώπινα κατάλοιπα, τα
παρακάτω: α) την οργάνωση του εκθεσιακού χώρου και την κίνηση των επισκεπτών, β)
τη μορφολογία της προθήκης, γ) τη μικροκλίμακα της προθήκης (Τζώρτζη, 2010, 74).
Ανάλογα με τον τρόπο που παρουσιάζονται αυτά τα εκθέματα, το μήνυμα που παίρνει
το κοινό, μεταβάλλεται.
Τα
τελευταία 15 χρόνια, στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την
Αυστρία κυριαρχεί η συζήτηση για την επιστροφή αυτών των καταλοίπων στους τόπους
στους οποίους ανήκουν. Ήδη το Staatliche Kunstsammlungen Dresden επέστρεψε ανθρώπινα υπολείμματα για πρώτη φορά τον
περασμένο Οκτώβριο. Τα οστά είχαν συλλεχθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κοινότητας
της Χαβάης κι έπρεπε να επιστραφούν (Hickley, 2018). Παρόμοια
παραδείγματα συναντώνται και σε πληθυσμούς της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας
που αντιπαρατίθενται με την επιστημονική κοινότητα, πρεσβεύοντας παραδοσιακά
αξιακά συστήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, διατυπώνονται αιτήματα "επαναπατρισμού" (repatriation issue) και "επανενταφιασμού" (reburial issue) (Παναγιάρης, 2009, 140).
Από
την άλλη πλευρά, με βάση τις συστηματικές μελέτες κοινού που διενεργούνται, γίνεται
σαφές ότι το κοινό του δυτικού κόσμου δεν είναι αντίθετο στη μουσειακή
παρουσίαση ανθρώπινων υπολειμμάτων από τη στιγμή που η έκθεσή τους γίνεται με
τον κατάλληλο τρόπο (Τζώρτζη, 2010, 75). Όπως σημειώνει σε άρθρο της η κ. Τζώρτζη
(2010): «Ο σημερινός κριτικός προβληματισμός εκφράζει τη στενή σχέση του θεσμού
του μουσείου με την κοινωνία και τον πολιτισμό και επιβεβαιώνει τη συμβολική
του δύναμη, την ιδέα του μουσείου ως ιερού χώρου που «εξαγνίζει» το ανθρώπινο
σώμα-έκθεμα και καθιστά πολιτιστικά αποδεκτή την εμπειρία θέασής του, μια
εμπειρία που σε άλλη περίπτωση θα ήταν ανεπίτρεπτη».
Ωστόσο,
σήμερα το ζήτημα αυτό παραμένει με δύο όψεις, οι οποίες διαθέτουν αρκετούς
υποστηρικτές, χωρίς να υπερισχύει πλέον η μια της άλλης.
Σοφία Καρούνη
Αρχαιολόγος-Μουσειολόγος